Το αστερι της πληροφοριας

Σημερα εχουμε...

Πέμπτη 20 Σεπτεμβρίου 2012

Γιατί πρεπει να μαθαίνουμε αρχαία ελληνικά;

Στη μόνιμη και επαναλαμβανόμενη απορία των μαθητών - κυρίως του Γυμνασίου, αλλά και του Λυκείου - "γιατί μαθαίνουμε αρχαία ελληνικά;" ο δάσκαλος οφείλει να δώσει μια πειστική απάντηση. Αν ο μαθητής δεν έχει πειστεί (ή έστω υποψιαστεί) για τη χρησιμότητα όσων διδάσκεται, η διδασκαλία είναι εξαρχής υπονομευμένη. Θυμάμαι πως όταν είχα απευθύνει κι εγώ ως μαθητής την ίδια ερώτηση, κάπου στις αρχές του 80, μια πανικόβλητη φιλόλογος μου είχε απαντήσει πως μόνο έτσι θα μπορούσα να διαβάσω την επιγραφή που θα έβρισκα στο χωράφι μου. Βρήκα την απάντηση τουλάχιστον γελοία - ίσως γιατί στα καμποχώραφα των Σερρών όπου μεγάλωσα βρίσκαμε μόνο κάλυκες από τον εμφύλιο - κι ορκίστηκα πως, αν γίνω δάσκαλος, θα πρέπει να είμαι τουλάχιστον πιο πειστικός.
Για το υπουργείο όμως τέτοιες συζητήσεις και απορίες είναι εξ ορισμού απαγορευμένες, αφού οι μαθητές «δεν είναι σε θέση, και λόγω ηλικίας και λόγω βιωμάτων και γλωσσικών εμπειριών απαιτητικού λόγου, να συνειδητοποιήσουν το όφελος που μπορεί να έχουν ή να μην έχουν από την επαφή τους με τα Αρχαία Ελληνικά». Τουλάχιστον αυτή την απάντηση έδωσαν οι φωστήρες του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου στον καθηγητή Μιχάλη Κελπανίδη, όταν του αρνήθηκαν τη διεξαγωγή έρευνας για τις απόψεις των μαθητών του γυμνασίου απέναντι στο μάθημα 1.
Ωστόσο, νομίζω αξίζει να δούμε (παρακάμπτοντας την επίσημη στοχοθεσία του μαθήματος και τη σύγχυση που επικρατεί εκεί, όπως εύστοχα έχει δείξει σε κείμενά του ο Λάμπρος Πόλκας 2), πώς το εκπαιδευτικό σύστημα προσπαθεί να πείσει τους μαθητές της Α΄ Γυμνασίου για την αξία του μαθήματος κατά την πρώτη τους επαφή με την αρχαία γλώσσα, μέσα από μια περιδιάβαση των πρώτων σελίδων του αντίστοιχου σχολικού εγχειριδίου (Ν. Μπεζεντάκος, Α. Παπαθωμάς, Ε. Λουτριανάκη, Β. Χαραλαμπάκος, Αρχαία Ελληνική Γλώσσα Α΄ Γυμνασίου, ΟΕΔΒ, Αθήνα 2009).
Στον Πρόλογο του βιβλίου, μια σελίδα που απευθύνεται στους μαθητές και είναι γραμμένη σε απλό, φιλικό και διδακτικό ύφος, οι συγγραφείς τεκμηριώνουν τη χρησιμότητα της γνωριμίας με την αρχαία ελληνική γλώσσα τονίζοντας τα εξής :
1) Τα Αρχαία Ελληνικά είναι μια πολύ πειθαρχημένη και ταυτόχρονα ελεύθερη γλώσσα και η κατανόηση της δομής των κειμένων της οξύνει τη σκέψη του μαθητή όσο και μια αλγεβρική εξίσωση.
2) Ο στόχος του βιβλίου είναι να δείξει τη συνέχεια και τη συγγένεια της αρχαίας και της νέας ελληνικής, μια και η πρώτη είναι ο "όχι και τόσο μακρινός πρόγονος" της σημερινής γλώσσας. Η συνέχεια και η συγγένεια θα διαπιστωθούν με την παρακολούθηση της σημασίας και της χρήσης των λέξεων μέσα στο χρόνο, διαδικασία που μπορεί να πάρει τη μορφή μιας γοητευτικής εξερεύνησης.
3) Τα Αρχαία πρέπει να πάψουν να θεωρούνται μάθημα δύσκολο και άχρηστο, γιατί «είναι οι ρίζες της γλώσσας μας και πρέπει να τα φροντίζουμε γιατί η γλώσσα μας τα έχει ανάγκη, όπως ακριβώς κάθε ζωντανός οργανισμός έχει ανάγκη τις ρίζες του».
4) Στόχος της διδασκαλίας στο Γυμνάσιο είναι, τελειώνοντας την τρίτη τάξη, να έχουν αποκτήσει μια αρκετά καλή γνώση της αρχαίας γλώσσας. «Ίσως έτσι φθάσουν κάποτε να συνεχίσουν την ενασχόλησή τους με τη γλώσσα και να αποκτήσουν το προνόμιο να κατανοήσουν κάποιο αρχαίο κείμενο διαβάζοντάς το στο πρωτότυπο».
 
Στο πρώτο μάθημα, μετά το «Ταξίδι των λέξεων στο χρόνο...», στην παράγραφο με τίτλο «Οι Έλληνες και η ελληνική γλώσσα» σημειώνεται: «η Ελληνική αποτελεί μοναδικό παράδειγμα γλώσσας με αδιάκοπη ιστορική συνέχεια. Έτσι, μπορούμε να μιλάμε για ενιαία ελληνική γλώσσα από την αρχαιότητα έως σήμερα» (οι υπογραμμίσεις στο πρωτότυπο).
Στο τελευταίο μέρος του πρώτου μαθήματος, το επιμύθιο δίνεται με ένα απόσπασμα από το βιβλίου ενός ιταλού φιλολόγου (Raffaele Cantarella, La letteratura greca classica, Firenze 1967, σ. 25) με τίτλο "Γιατί να μάθω Αρχαία Ελληνικά;" όπου, μεταξύ άλλων αναφέρεται : «... Ο άπειρος πλούτος της λεξιλογικής παραδόσεως, η σχεδόν απεριόριστη δυνατότητα συνθέσεως, η σημασιολογική ακρίβεια των πολυάριθμων συνωνύμων, η απλότητα του κλιτικού συστήματος των ονομάτων και ο πλούτος του κλιτικού συστήματος των ρημάτων, το εναλλασσόμενο παιχνίδι των μορίων και των προθέσεων, η διαφάνεια της λογικής και συντακτικής δομής, το εύηχον και η μουσικότητα, τέλος, δημιούργησαν το πιο τέλειο όργανο που ο άνθρωπος έφτιαξε, για να εκφράσει τις σκέψεις του».
Κάπως έτσι τελειώνει το εισαγωγικό μάθημα προτού εισαχθούν τα πρωτάκια, στις επόμενες σελίδες, στα κείμενα και τον ονειρεμένο κόσμο της σύνταξης και της γραμματικής της αττικής διαλέκτου.
Όποιος διαβάσει τον πρόλογο και το πρώτο μάθημα του εγχειριδίου, εύκολα αντιλαμβάνεται πως το βάρος πέφτει στις έννοιες της συνέχειας, της συγγένειας, της εγγύτητας της νεοελληνικής γλώσσας με την αρχαία, των ομοιοτήτων τους αν θέλετε, για να καταλήξει στη διαπίστωση της (μοναδικής στον κόσμο) ενιαίας γλώσσας. Πρόκειται για μια εξόφθαλμα ιδεολογική επιλογή. Τα πρωτάκια καλούνται να μελετήσουν τα αρχαία ελληνικά πρωτίστως και κυρίως για να νιώσουν πως μέσω μιας ενιαίας και ελάχιστα διαφοροποιημένης γλώσσας συνδέονται με τους ένδοξους παππούδες τους, πως είναι οι άξιοι και πρωτότοκοι κληρονόμοι τους. Οι εκατοντάδες διδακτικές ώρες στο σχολείο, ο μόχθος, τα διαγωνίσματα, οι βαθμοί και το άγχος καθηγητών και παιδιών για να εξυπηρετηθούν βασικά οι ίδιοι στόχοι της πάλαι ποτέ Εθνικής Ηθικής Διαπαιδαγώγησης.

Ο ιδεολογικός αυτός σκοπός επιχειρείται μέσα από μια εσκεμμένη σύγχυση: η αδιαμφισβήτητη συνέχεια της ελληνικής γλώσσας (συνέχεια με την έννοια πως δεν διασπάστηκε στην ιστορική της πορεία σε ξεχωριστές γλώσσες όπως η λατινική) δεν την καθιστά ενιαία3 γλώσσα, αφού οι αλλαγές που υπέστη σε όλα τα επίπεδα (φωνολογία, μορφολογία, σύνταξη, λεξιλόγιο) ήταν δραστικές. Γι’ αυτό και ο μόνος ουσιαστικά γλωσσικός σκοπός που αναφέρεται4 στον πρόλογο είναι «η παρακολούθηση της σημασίας των λέξεων μέσα στο χρόνο», αφού κυρίως η «λέξη» προσφέρεται για να εντοπιστούν οι ομοιότητες.
Όμως, ούτε η γλώσσα ταυτίζεται με τις «λέξεις» ούτε είναι σοβαρός στόχος για ένα γλωσσικό μάθημα αυτή η «γοητευτική εξερεύνηση» των λέξεων, τη στιγμή που, όποιος έχει στοιχειώδεις γνώσεις γλωσσολογίας, γνωρίζει πως οι ζωντανές γλώσσες (όπως η νέα ελληνική) κατακτώνται και εμπλουτίζονται με συγχρονικούς όρους και όχι μέσα από ετυμολογικές αναφορές. Ο μύθος της «ενιαίας» γλώσσας συμπληρώνεται με την απλοϊκή παρομοίωση της γλώσσας με δέντρο που έχει «ρίζες» τις οποίες πρέπει να προσέχουμε και να ποτίζουμε, παρομοίωση που θα εξόργιζε κάθε σοβαρό γλωσσολόγο.

Η μύηση των παιδιών στην αξία του μαθήματος ολοκληρώνεται με μια θέση που οι συγγραφείς του βιβλίου δεν τόλμησσαν να διατυπώσουν οι ίδιοι (ίσως γιατί μυρίστηκαν κράξιμο) και κατέφυγαν στην αυθεντία ενός ιταλού κλασικού φιλόλογου και σε ένα κείμενο του 1967. Ο μύθος της «τέλειας γλώσσας» δεν αντέχει σε οποιαδήποτε επιστημονική κριτική. Για την επιστήμη της γλωσσολογίας όλες οι γλώσσες ως επικοινωνιακά συστήματα είναι ισότιμες (με την έννοια πως εμπεριέχουν στις δομές τους ισότιμους μηχανισμούς παραγωγής νοημάτων). Το γεγονός πως κάποιες γλώσσες (όπως η αρχαία ελληνική και η λατινική) συνδέθηκαν με σημαντικά γραπτά κείμενα του παγκόσμιου πολιτισμού, οφείλεται στις ιστορικές και πολιτισμικές συνθήκες των κοινωνιών που τα παρήγαγαν και όχι σε κάποια εγγενή ανωτερότητα των γλωσσών αυτών ως σημειωτικών συστημάτων (δηλ. στη «σημασιολογική ακρίβεια των συνωνύμων, στο παιχνίδι των μορίων» και σε άλλα τέτοια φαιδρά).
Τέλος, ο ολοφάνερα μαξιμαλιστικός στόχος στο τέλος του προλόγου (να έχουν αποκτήσει οι μαθητές τελειώνοντας το γυμνάσιο μια αρκετά καλή γνώση της αρχαίας γλώσσας) και η ευχή να μπορέσουν κάποτε (συνεχίζοντας μόνοι τους τη μελέτη) να διαβάζουν κείμενα στο πρωτότυπο, είναι καθαρά προσχηματικά. Διαψεύδονται από την ίδια την πραγματικότητα (όσο κι αν το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο απαγορεύει τη διερεύνησή της) τη στιγμή που ακόμα και οι φιλόλογοι προσεγγίζουν τα πρωτότυπα κείμενα μόνο με μια στοίβα λεξικά.
Παρακολουθώντας τις – μάλλον βιαστικές αλλά ειλικρινείς και αποκαλυπτικές – συζητήσεις στο ιστολόγιο, διαπιστώνω την αμφιθυμία πολλών συναδέλφων πάνω στο θέμα. Απογοήτευση από τη μια μεριά για τα αποτελέσματα και τις αξεπέραστες δυσκολίες της διδασκαλίας του μαθήματος στο γυμνάσιο, αλλά και μια εδραιωμένη πεποίθηση από την άλλη πως το πρόβλημα είναι η μέθοδος, τα εγχειρίδια κλπ., πως υπάρχει τρόπος να μάθουν οι μαθητές αρχαία στο γυμνάσιο (ίσως με κάτι σαν παιγνίδι, κάτι πιο ευχάριστο, πιο ελκυστικό κλπ), αλλά δεν τον έχουμε ακόμα ανακαλύψει ή τον στρεβλώνουν οι αγκυλώσεις κάποιων συντηρητικών καρεκλοκένταυρων.

Φοβάμαι πως πριν συζητήσουμε τον τρόπο, θα πρέπει να είμαστε σε θέση να απαντήσουμε πειστικά σ’ αυτή τη μόνιμη και ενοχλητική απορία των μαθητών: «γιατί μαθαίνουμε αρχαία ελληνικά;». Αν είμαστε στοιχειωδώς έντιμοι ως επιστήμονες και ως δάσκαλοι, οφείλουμε να μην το κάνουμε με τον τρόπο του εγχειριδίου της Α΄ γυμνασίου, δηλαδή επιστρατεύοντας ιδεολογήματα και θέσεις επιστημονικά αστήριχτες.
Αν πάλι δεν έχουμε απάντηση στο ερώτημα, θα πρέπει, πριν από οτιδήποτε άλλο, αυτή να αναζητήσουμε πριν μπούμε στην τάξη. Να την αναζητήσουμε διαβάζοντας, συζητώντας, παρακολουθώντας έναν διάλογο που έχει ανοίξει εδώ και δεκαετίες και έχει σωρεύσει αρκετό υλικό. Σε κάθε άλλη περίπτωση κινδυνεύουμε να εκτεθούμε στα μάτια των υποψιασμένων μαθητών είτε δίνοντας απαντήσεις στα όρια της κυνικής χρησιμοθηρίας («γιατί θα σου χρειαστούν στο λύκειο και στις εξετάσεις») είτε στέλνοντάς τους στα χωράφια να ξεθάβουν επιγραφές.