Το αστερι της πληροφοριας

Σημερα εχουμε...

Σάββατο 29 Μαρτίου 2014

Εμπιστευθείτε το ένστικτό σας


Εχετε αισθανθεί ποτέ ότι κάποιος δεν σας λέει την αλήθεια αλλά δεν μπορείτε να «στηρίξετε» αυτή την αίσθηση με λογικά επιχειρήματα; Αντί να απορρίψετε την ιδέα σας ως παράλογη, ίσως θα ήταν καλύτερο να την εμπιστευθείτε. Μελέτη που έγινε στις Ηνωμένες Πολιτείες διαπίστωσε πως τελικά το ένστικτό μας είναι πολύ καλύτερο στο να αναγνωρίσει πότε κάποιος μας λέει ψέματα από ό,τι η συνειδητή σκέψη και η λογική μας. Υποσυνείδητα, λένε οι επιστήμονες, οι άνθρωποι είναι τελικά εξαιρετικοί «ανιχνευτές ψεύδους».

Τυχαίες επιδόσεις σε συνειδητό επίπεδο
Δεκάδες μελέτες έχουν δείξει ως τώρα ότι οι άνθρωποι δεν είναι και τόσο καλοί στο να εντοπίσουν έναν ψεύτη - αντιθέτως, κατορθώνουν συνήθως να αναγνωρίσουν πότε κάποιος λέει ψέματα σε επίπεδα τα οποία μπορούν να αποδοθούν απλώς στην τύχη. «Αν σας δώσω δέκα βίντεο στα οποία πέντε άτομα λένε ψέματα και πέντε όπου λένε την αλήθεια μπορώ να προβλέψω ότι τόσο εσείς όσο και οποιοσδήποτε άλλος άνθρωπος θα έχει σωστές επιδόσεις κατά περίπου 50%» δήλωσε μιλώντας στον δικτυακό τόπο επιστημονικών ειδήσεων LiveScience η Λεάνε τεν Μπρίνκε, κοινωνική ψυχολόγος στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας στο Μπέρκλεϊ και εκ των συγγραφέων της νέας μελέτης που δημοσιεύθηκε στην επιθεώρηση «Psychological Science». «Αυτό σημαίνει ακρίβεια τόση όση το να παίξει κανείς "κορόνα-γράμματα"».Οι τόσο φτωχές επιδόσεις στην ανίχνευση του ψεύδους δεν έχουν εξελικτικό «νόημα» σύμφωνα με τους επιστήμονες: το να ξεχωρίζουμε την αλήθεια από το ψέμα είναι μια ικανότητα σημαντική για την επιβίωσή μας, οπότε δεν ακούγεται και τόσο λογικό να τη διαθέτουμε σε τόσο μικρό βαθμό. Για τον λόγο αυτόν η κυρία Τεν Μπρίνκε και οι συνεργάτες της σχεδίασαν ένα πείραμα προκειμένου να διερευνήσουν μήπως τελικά η ικανότητα αυτή λειτουργεί καλύτερα στο ασυνείδητό μας.

Το ασυνείδητο καλύτερος κριτήςΟι επιστήμονες «στρατολόγησαν» φοιτητές τους οποίους χώρισαν σε δύο ομάδες ζητώντας τους να μπουν και να «ψαχουλέψουν» ένα άδειο δωμάτιο. Οι εθελοντές της πρώτης ομάδας θα έβρισκαν 100 δολάρια μέσα σε κάποιο βιβλίο, τα οποία και θα έπρεπε να πάρουν λέγοντας όταν κάποιος τους ρωτούσε ότι δεν είχαν ιδέα σχετικά με τα χρήματα. Οι εθελοντές της δεύτερης ομάδας δεν είχαν ανάλογες οδηγίες. Μετά τη σκηνοθετημένη «κλοπή» ένας ερευνητής «ανέκρινε» όλους τους εθελοντές και οι συνομιλίες βιντεοσκοπήθηκαν.

Στη συνέχεια οι ερευνητές έδειξαν τις βιντεοσκοπημένες «ανακρίσεις» σε 72 άλλους φοιτητές ζητώντας τους να εντοπίσουν ποιοι έλεγαν ψέματα και ποιοι αλήθεια. Οπως σε όλες τις ανάλογες μελέτες που έχουν γίνει στο παρελθόν, αυτοί εντόπισαν τους ψεύτες μόνο στο 43% των περιπτώσεων και εκείνους που έλεγαν την αλήθεια μόνο στο 48%. Παράλληλα όμως οι ειδικοί έκαναν και άλλα τεστ προκειμένου να μετρήσουν τις υποσυνείδητες αντιδράσεις των εθελοντών μέσω των έμμεσων, «αυτόματων» συνειρμών. Σε αυτά τα τεστ οι επιδόσεις αποκαλύφθηκαν εξαιρετικά καλύτερα, καθώς όλοι οι συμμετέχοντες είχαν περισσότερες πιθανότητες να συνδέσουν εκείνους που έλεγαν ψέματα με λέξεις όπως «αναληθής», «ανέντιμος» ή «απατηλός» και εκείνους που έλεγαν την αλήθεια με χαρακτηρισμούς όπως «έντιμος» ή «έγκυρος». Ενα δεύτερο πείραμα επιβεβαίωσε ότι τελικά οι ασυνείδητες εντυπώσεις των εθελοντών σχετικά με την αλήθεια και το ψέμα ήταν πολύ πιο ακριβείς από τις συνειδητές κρίσεις τους.

Η γενική εντύπωση το καλύτερο «σημάδι»
Οι ειδικοί θεωρούν πως το γεγονός ότι σε συνειδητό επίπεδο οι ψεύτες μπορούν εύκολα να μας ξεγελάσουν ενδεχομένως να είναι αποτέλεσμα της προσπάθειάς μας να ανιχνεύσουμε το ψέμα με βάση λανθασμένα στερεότυπα. Υπάρχει για παράδειγμα μια ευρέως διαδεδομένη πεποίθηση ότι όσοι λένε ψέματα αποφεύγουν να κοιτάξουν τον συνομιλητή τους στα μάτια ή κάνουν νευρικές κινήσεις, όμως επιστημονικές μελέτες έχουν αποδείξει ότι τα «σημάδια» αυτά είναι συνήθως απατηλά. «Το ασυνείδητό μας όμως ίσως εντοπίζει τα σωστά δείγματα, τα οποία πράγματι υπάρχουν» τόνισε η κυρία Τεν Μπρίνκε.Οπως ανέφερε η ψυχολόγος, οι εθελοντές που είπαν ψέματα δήλωσαν ότι ένιωσαν περισσότερο στρεσαρισμένοι και φοβισμένοι κατά τη διάρκεια της βιντεοσκόπησης ενώ μιλούσαν πιο γρήγορα και ήταν λιγότερο συνεργάσιμοι, οπότε ενδεχομένως ο εγκέφαλός μας να είναι σε θέση να «συλλαμβάνει» αυτές ή άλλου είδους μικρές διαφορές, τις οποίες και αξιολογεί συνολικά ως δείγματα απάτης. Στο κάτω-κάτω, επεσήμανε, αν το δούμε εξελικτικά, ενδεχομένως να μην είναι απαραίτητο να εντοπίζουμε ξεκάθαρα το ψέμα - μια αόριστη εντύπωση που μας προδιαθέτει δυσάρεστα σε σχέση με κάποιο πρόσωπο ίσως να είναι αρκετή ώστε να μας κάνει να είμαστε επιφυλακτικοί απέναντί του ή και να το αποφύγουμε. «Δεν είναι ανάγκη να γίνεται συναγερμός με καμπανάκια που χτυπάνε στο κεφάλι μας λέγοντάς μας "μην τον εμπιστεύεσαι"» υπογράμμισε η κυρία Τεν Μπρίνκε.
Πηγη: Το ΒΗΜΑ

Τετάρτη 26 Μαρτίου 2014

Αμερικανός ο πιο «δικτυωμένος» άνθρωπος




Ουάσινγκτον
ΓΙΑ κάποιους Η .. υπερβολική χρήση Ηλεκτρονικών Συσκευών αποτελεί πονοκέφαλο ΚΑΙ ΓΙΑ κάποιους άλλους, «εργαλείο» για ακόμα μεγαλύτερη δικτύωσή τους. Στη δεύτερη Κατηγορια ανήκει Ο Αμερικανός Κρις Ντάνσι, από το Ντένβερ, ο οποίος θεωρείται ο πιο «δικτυωμένος» άνθρωπος στον πλανήτη καθώς με τη βοήθεια των αισθητήρων και έξυπνων συσκευών που φοράει διαρκώς στο σώμα του, είναι σε θέση να συλλέγει δεδομένα τόσο για τον ίδιο όσο και για το περιβάλλον στο οποίο βρίσκεται κάθε φορά. Ανάμεσα στις συσκευές που τον συνοδεύουν παντού συγκαταλέγονται το έξυπνο ρολόι Pebble, τα γυαλιά της Google, το ηλεκτρονικό βραχιόλι της BodyMedia και ένας μετρητής καρδιακών παλμών Μπλε. Συνδυάζοντας τον παραπάνω εξοπλισμό με αισθητήρες, ο Ντάνσι είναι σε θέση να συλλέγει πληροφορίες γύρω από τις διατροφικές του συνήθειες, Φορείς ΤΗΝ ΚΙΝΗΣΗ ΤΟΥ Φορείς operators κ.ά. Όπως υποστηρίζει Ο ίδιος μάλιστα, με τη βοήθεια του «φορετού» συστήματος, ο ίδιος κατάφερε να χάσει 45 κιλά. Το σπίτι του Ντάνσι είναι επίσης συνδεδεμένο με μια σειρά από υπερσύγχρονα συστήματα, όπως π.Χ. έξυπνο ΦΩΤΙΣΜΟ ΚΑΙ ΕΝΑ Α.Ε. Σύστημα παρακολούθησης ύπνου ΤΟ οποίο βρίσκεται ενσωματωμένο ΣΤΟ Στρώμα ΤΟΥ.
Αριστερά ο Ντάνσι τον Οκτώβριο του 2012, δεξιά τον Οκτώβριο του 2013, Μετα ΤΗΝ απώλεια βάρους ΤΟΥ 

Μετα ΤΟ Διαδίκτυο, έρχεται το Ι nnernet
Ο «κολλημένος» με την τεχνολογία Ντάνσι, συλλέγει δεδομένα γύρω από τον εαυτό του τα τελευταία πέντε χρόνια. Κάθε εβδομάδα, όπως αποκαλύπτει ο ίδιος, προσθέτει δύο με τρία νέα συστήματα έχοντας έτσι τη δυνατότητα να δοκιμάσει νέες τεχνολογίες και να διαμορφώσει ανάλογα τις μετρήσεις που πραγματοποιεί κάθε φορά. Ο δικτυωμένος άνδρας υποστηρίζει ότι μέσα από τη συγκεκριμένη διαδικασία, είναι σε θέση να γνωρίζει τον εαυτό του όσο το δυνατό καλύτερα μπορεί. «Όταν αγγίζω ένα αντικείμενο, προσπαθώ να βεβαιωθώ ότι πρόκειται για κάτι για το οποίο μπορώ να αντλήσω περαιτέρω πληροφορίες, τις οποίες στη συνέχεια μοιράζομαι με άτομα που ενδεχομένως να επιθυμούν να το αποκτήσουν» αναφέρει ο 45χρονος άνδρας. «Τώρα γνωρίζω για παράδειγμα, τι να πιω, τι να φάω, πότε να κοιμηθώ και πότε να ξυπνήσω. Αυτό που κάνω θα μπορούσε να μεταφραστεί ως χάκινγκ σώματος και μυαλού. Από έναν ηλεκτρονικό υπολογιστή ένας χάκερ μπορεί να αντλήσει οποιουδήποτε είδους δεδομένα. Το ανθρώπινο σώμα και το μυαλό, θα μπορούσαν να αποτελέσουν το τελειότερο σύστημα πληροφοριών που έχει γνωρίσει ποτέ η ανθρωπότητα ».

Πηγη: Το Βημα

Δευτέρα 24 Μαρτίου 2014

Η ανθρώπινη μύτη αναγνωρίζει 1 τρισ. μυρωδιές!



Νέα Υόρκη
Η ανθρώπινη μύτη είναι. όπως φαίνεται, ένας κορυφαίος αισθητήρας, ένα όργανο υψηλής ακριβείας. Αμερικανοί ερευνητές υποστηρίζουν ότι η ανθρώπινη μύτη μπορεί να διακρίνει τουλάχιστον ένα τρισεκατομμύριο διαφορετικές μυρωδιές. Αν τελικά τα ευρήματα της νέας μελέτης επιβεβαιωθούν θα πρόκειται για μια πραγματικά εκπληκτική ανακάλυψη αφού αναβαθμίζει κατά 1 δισ. φορές τις δυνατότητες της ανθρώπινης όσφρησης. Μέχρι σήμερα οι ειδικοί εκτιμούσαν ότι η ανθρώπινη μύτη μπορεί να συλλαμβάνει περίπου 10 χιλιάδες διαφορετικές μυρωδιές.



Μπορεί και περισσότερες!

Ερευνητές του Εργαστηρίου Νευρογενετικής και Συμπεριφοράς του Πανεπιστημίου Ροκφέλερ, πραγματοποίησαν εργαστηριακά πειράματα με εθελοντές που κλήθηκαν να διακρίνουν ανάμεσα σε πολύπλοκα μείγματα οσμών. Με βάση την ευαισθησία που επέδειξαν οι μύτες και οι εγκέφαλοι των εθελοντών, στη συνέχεια οι επιστήμονες υπολόγισαν ότι η γκάμα της όσφρησης ξεπερνά ακόμη και το ένα τρισεκατομμύριο διακριτές μυρωδιές.Είναι πάντως φανερό ότι κανένα πείραμα δεν μπορεί στην πράξη να αποδείξει ότι όντως ένας άνθρωπος μπορεί να διακρίνει όλες αυτές τις οσμές, συνεπώς πρόκειται για μια νέα εκτίμηση, πιθανώς πιο κοντά στην πραγματικότητα. «Το μήνυμά μας είναι ότι έχουμε πολύ μεγαλύτερη ευαισθησία στην όσφρησή μας από αυτή που νομίζουμε. Απλώς δεν την προσέχουμε και δεν την χρησιμοποιούμε στην καθημερινή μας ζωή» αναφέρει ο Αντρέας Κέλερ, επικεφαλής της μελέτης που δημοσιεύεται στην επιθεώρηση «Science.

Τα τεστ
Σύμφωνα με τους επιστήμονες, οι μυρωδιές που συναντάμε καθημερινά, συντίθενται από πολύπλοκα μείγματα μορίων. Για παράδειγμα, η μυρωδιά του τριαντάφυλλου αποτελείται από 275 επιμέρους συστατικά, από τα οποία μόνο ένα μικρό ποσοστό γίνεται αντιληπτό από την μύτη μας (που διαθέτει 400 οσφρητικούς υποδοχείς) και τον εγκέφαλο που κάνει την τελική επεξεργασία.Τα πειράματα, που βασίστηκαν στο πόσο καλά 26 άνδρες και γυναίκες μπορούσαν να διακρίνουν ανάμεσα σε διαφορετικά «κοκτέιλ» 128 διαφορετικών «μυρωδάτων» μορίων, επιβεβαίωσαν ότι η οσφρητική ικανότητα διαφέρει πολύ από άνθρωπο σε άνθρωπο. Πάντως, ένας μέσος άνθρωπος μπορεί να διακρίνει ως διαφορετική μια μυρωδιά από μια άλλη, αν αυτές οι δύο οσμές διαφέρουν μεταξύ τους πάνω από 50% στα επιμέρους συστατικά (μόρια) τους. Ο λιγότερο ικανός εθελοντής του πειράματος υπολογίζεται ότι μπορούσε να μυρίσει «μόνο» 80 εκατομμύρια ξεχωριστές μυρωδιές, ενώ ο πιο ικανός πολλά τρισεκατομμύρια.
Εκτιμάται ότι οι μακρινοί πρόγονοί μας ήταν πολύ πιο εξασκημένοι στην όσφρηση από τους σύγχρονους ανθρώπους. Το «κακό» ξεκίνησε, όταν ο άνθρωπος στάθηκε όρθιος στα δύο πόδια του, οπότε η μύτη του απομακρύνθηκε από το έδαφος, όπου πηγάζουν οι περισσότερες οσμές. Πιο πρόσφατα, οι ανέσεις όπως τα ψυγεία και τα συχνά ντους έχουν περιορίσει τις μυρωδιές στην καθημερινή ζωή, με συνέπεια η οσφρητική ικανότητα των ανθρώπων να έχει «σκουριάσει» σε σχέση με την όραση και την ακοή που παραμένουν πιο οξυμένες.
Τα ζώα είναι τουλάχιστον δύο έως τρεις φορές καλύτερα στην όσφρηση από τους ανθρώπους, επειδή αφιερώνουν σε αυτήν μεγαλύτερο μέρος του εγκεφάλου τους.

Οι συγκρίσεις

Οπως φαίνεται η όσφρηση υπερέχει ως προς τις «αριθμητικές» επιδόσεις σε σχέση με άλλες αισθήσεις του ανθρώπου. Ενας άνθρωπος μπορεί να διακρίνει ανάμεσα σε 2,3 έως 7,5 εκατ. διαφορετικές αποχρώσεις χρώματος και να ακούσει περίπου 340.000 ήχους διαφορετικής τονικότητας.
Πηγη: Το Βημα

Δευτέρα 17 Μαρτίου 2014

Είναι το χασμουρητό «κολλητικό»;



Οι νέοι κολλάνε πιο εύκολα το χασμουρητό από τους ηλικιωμένους. Η μεγαλύτερη επιστημονική έρευνα που έγινε μέχρι σήμερα πάνω στο μυστήριο του κολλητικού χασμουρητού (να χασμουριόμαστε όταν βλέπουμε κάποιον άλλο να χασμουριέται), κατέληξε στο συμπέρασμα ότι γενικά αυτή η συνήθεια παραμένει ένα μυστήριο, αν και τείνει να μειώνεται όσο κανείς γερνάει.
Αντίθετα, η νέα μελέτη δεν επιβεβαίωσε εκτιμήσεις προηγούμενων μελετών ότι το κολλητικο χασμουρητό αποτελεί ισχυρή ένδειξη ενσυναίσθησης (της αναγνώρισης και κατανόησης των συναισθημάτων των άλλων), κόπωσης ή «πεσμένης» ενέργειας.

Η βιολογία

Οι ερευνητές, με επικεφαλής την καθηγήτρια Ελίζαμπεθ Σιρούλι της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Ντιουκ των ΗΠΑ δήλωσαν ότι η καλύτερη κατανόηση της βιολογίας που εμπλέκεται στο κολλητικό χασμουρητό, μπορεί τελικά να ρίξει περισσότερο φως σε νευροψυχικές παθήσεις όπως η σχιζοφρένεια και ο αυτισμός. Οι άνθρωποι με αυτές τις παθήσεις, που τείνουν σε συναισθηματική αποστασιοποίηση και κοινωνική απομόνωση, ενώ χασμουριούνται συχνά αυθόρμητα, εκδηλώνουν πολύ λιγότερο κολλητικό χασμουρητό.

Διάφορα ζώα χασμουριούνται από μόνα τους, όταν είναι κουρασμένα ή βαριούνται (κάτι που ισχύει και για τους ανθρώπους), αλλά το κολλητικό χασμουρητό είναι ένα φαινόμενο που έχει παρατηρηθεί μόνο στα πιο εξελιγμένα είδη, στους ανθρώπους και στους χιμπατζήδες. Μάλιστα δεν χρειάζεται καν να δει κανείς κάποιον άλλον να χασμουριέται, αφού αρκεί να τον ακούσει να χασμουριέται ή απλώς να σκεφτεί (ή να διαβάσει) ότι ο άλλος χασμουριέται. Ενώ το αυθόρμητο χασμουρητό συμβαίνει ήδη στο έμβρυο μέσα στη μήτρα, το κολλητικό χασμουρητό αρχίζει να εμφανίζεται στην αρχή της παιδικής ηλικίας. Άγνωστο παραμένει γιατί μερικοί άνθρωποι είναι πιο επιρρεπείς στο φαινόμενο σε σχέση με άλλους.
Τα ευρήματα

Προηγούμενες έρευνες με τη βοήθεια τεχνικών απεικόνισης του εγκεφάλου είχαν συμπεράνει ότι υπάρχει κάποια σχέση ανάμεσα στο κολλητικό χασμουρητό και στην ενσυναίσθηση. Άλλες είχαν βρει ότι το κολλητικό χασμουρητό ποικίλει ανάλογα με την ώρα στη διάρκεια της ημέρας ή με το επίπεδο της νοημοσύνης του ατόμου.Η νέα έρευνα έγινε με τη συμμετοχή 328 υγιών εθελοντών, που έκαναν ψυχολογικά και νοητικά τεστ, ενώ παρακολούθησαν και βίντεο με άλλους ανθρώπους να χασμουριούνται. Οι επιστήμονες κατέγραψαν τις αντιδράσεις των εθελοντών και βρήκαν ότι όντως μερικοί άνθρωποι είναι αισθητά λιγότερο επιρρεπείς στο κολλητικό χασμουρητό σε σχέση με τους υπόλοιπους. Ενδεικτικά, κατά την παρακολούθηση ενός τρίλεπτου βίντεο με άλλους να χασμουριούνται, κάποιος μπορούσε να χασμουρηθεί από καμία έως 15 φορές.

Όμως, αυτή τη φορά οι ερευνητές δεν διαπίστωσαν κάποια ορατή σχέση ανάμεσα στο κολλητικό χασμουρητό και στην ικανότητα ενσυναίσθησης, στο επίπεδο νοημοσύνης ή στην ώρα της ημέρας. Ο μόνος παράγοντας που συστηματικά φαίνεται να επηρεάζει το φαινόμενο, είναι η ηλικία: όσο οι άνθρωποι μεγαλώνουν, τόσο πιο αραιό γίνεται το κολλητικό χασμουρητό - για άγνωστους λόγους.

Συγκεκριμένα, από τους 328, οι 222, δηλαδή περίπου το ένα τρίτο (68%), «κόλλησαν» χασμουρητό τουλάχιστον μία φορά. Από αυτούς, το φαινόμενο εκδηλώθηκε στο 82% των ατόμων κάτω των 25 ετών, στο 60% των ατόμων 25 έως 49 ετών και μόνο στο 41% όσων ήσαν άνω των 50 ετών.Παρόλα αυτά, η ηλικία δεν μπορεί να εξηγήσει παρά σε πολύ μικρό βαθμό (μόλις 8%) το μυστήριο της συγκεκριμένης (ψυχο)βιολογικής αντίδρασης. Έτσι, πλέον οι επιστήμονες στρέφουν την προσοχή τους στο πιθανό γενετικό υπόβαθρο του κολλητικού χασμουρητού και κατά πόσο αυτή η τάση κληρονομείται.

Όπως είπε η Ελίζαμπεθ Σιρούλι, «είναι πιθανό ότι αν βρούμε ένα γενετικό παράγοντα που κάνει τους ανθρώπους να "κολλάνε" λιγότερο το χασμουρητό, πιθανώς αυτό το γονίδιο να σχετίζεται επίσης με τη σχιζοφρένεια ή τον αυτισμό». Η νέα μελέτη ίσως εξάλλου βοηθήσει τους επιστήμονες να κατανοήσουν καλύτερα τον κολλητικό χαρακτήρα του γέλιου και του βήχα. Η μελέτη δημοσιεύεται στην επιθεώρηση «PLoS OΝΕ».
Πηγη: Το ΒΗΜΑ

Σάββατο 15 Μαρτίου 2014

«Εγκεφαλική» σχέση έχει ο σκύλος με το αφεντικό του

 «Εγκεφαλική» σχέση έχει ο σκύλος με το αφεντικό του 
Ο ιδιοκτήτης ενός σκύλου κατέχει μοναδική θέση στον... εγκέφαλο του ζώου του, όπως αποκαλύπτει νέα αμερικανική μελέτη ερευνητών του Πανεπιστημίου Εμορι στην Ατλάντα. Οι ειδικοί ανέλυσαν την πανίσχυρη αίσθηση της όσφρησης του σκύλου, η οποία είναι 1.000 φορές πιο ακριβής από εκείνη του ανθρώπου, και προσπάθησαν να δουν τι συμβαίνει στον εγκέφαλο του ζώου κάθε φορά που οσφραίνεται τον ιδιοκτήτη του.Στο πλαίσιο της μελέτης τους οι ερευνητές χρησιμοποίησαν 12 ειδικά εκπαιδευμένους σκύλους οι οποίοι μπορούσαν να υποβληθούν σε μαγνητική τομογραφία (MRI) χωρίς νάρκωση. Με τη βοήθεια της απεικονιστικής μεθόδου διαπίστωσαν ότι περιοχές-κλειδιά του εγκεφάλου που σχετίζονται με θετικά συναισθήματα (π.χ. την κοινωνική ανταμοιβή) «φωτίζονταν» κάθε φορά που οι σκύλοι εξετίθεντο στη μυρωδιά ενός οικείου προσώπου.Οι ίδιες εγκεφαλικές περιοχές δεν εμφάνιζαν αντίστοιχη ενεργοποίηση όταν τα ζώα εξετίθεντο στη μυρωδιά άλλων σκύλων, ακόμη και αν τους ήταν γνώριμοι.

«Βουτιά» στον εγκέφαλο
 

Οι ερευνητές προχώρησαν στην εξέταση των περιοχών του οσφρητικού βολβού, ο οποίος συνδέεται με την ενεργοποίηση της αίσθησης της όσφρησης του ζώου, και του κερκοφόρου πυρήνα του εγκεφάλου. Οπως είχαν δείξει προηγούμενες μελέτες, ο κερκοφόρος πυρήνας στα θηλαστικά (συμπεριλαμβανομένου και του ανθρώπου) σχετίζεται με την επεξεργασία θετικών συναισθημάτων όπως π.χ. η κοινωνική ανταμοιβή.

Κατά τη διάρκεια του πειράματος και ενόσω τα ειδικά εκπαιδευμένα σκυλιά παρέμεναν πλήρως ακίνητα μέσα στο μηχάνημα του μαγνητικού τομογράφου, οι ειδικοί τα εξέθεσαν στις εξής διαφορετικές μυρωδιές: την προσωπική τους μυρωδιά, τη μυρωδιά ενός άλλου σκύλου με τον οποίο συμβίωναν στο ίδιο σπίτι, τη μυρωδιά ενός οικείου προσώπου και τη μυρωδιά ενός σκύλου που δεν είχαν συναντήσει ποτέ.Οπως φάνηκε από τα στοιχεία που συνέλεξαν, ο οσφρητικός βολβός εμφάνιζε τα ίδια επίπεδα ενεργοποίησης σε όλες τις περιπτώσεις. Η μυρωδιά ωστόσο του οικείου προσώπου φάνηκε να θέτει την περιοχή του κερκοφόρου πυρήνα σε κατάσταση «συναγερμού»«Είδαμε χαρακτηριστικά ότι οι σκύλοι δεν ήταν απλά σε θέση να διαχωρίζουν τη συγκεκριμένη μυρωδιά από τις υπόλοιπες, αλλά τη συνέδεαν αυτομάτως με θετικά συναισθήματα» εξηγούν οι επιστήμονες με δημοσίευσή τους στο επιστημονικό έντυπο «Behavioural Processes». «Κάτι τέτοιο αποδεικνύει για πολλοστή φορά την πανίσχυρη όσφρηση που έχουν τα ζώα αυτά, ενώ προσφέρει πολύτιμα στοιχεία γύρω από τη σημασία του ανθρώπου στη ζωή τους».

Συναισθηματικοί «σύντροφοι» ζωής


Τα ευρήματα της νέας μελέτης έρχονται να προστεθούν σε εκείνα προηγούμενης που είχε πραγματοποιηθεί από την ίδια ερευνητική ομάδα και η οποία είχε δείξει ότι οι τετράποδοι φίλοι μας χρησιμοποιούν τις ίδιες «συναισθηματικές» περιοχές του εγκεφάλου με τον άνθρωπο.«Τα νέα ευρήματα αποδεικνύουν ότι οι σκύλοι μάς αγαπούν; Οχι ακριβώς, καθώς ενδεχομένως η ανάμνηση της προσφοράς τροφής από το συγκεκριμένο άτομο να προκάλεσε την αντίδραση αυτή. Αυτό που φαίνεται ξεκάθαρα βέβαια είναι το γεγονός ότι ερεθίσματα που ενεργοποιούν τον κερκοφόρο πυρήνα στον άνθρωπο και τα οποία σχετίζονται με θετικά συναισθήματα ενεργοποιούν την ίδια περιοχή στους σκύλους» υπογραμμίζει ο επικεφαλής της μελέτης και νευροεπιστήμονας, δρ Γκρέγκορι Μπερνς.
Η ικανότητα του «καλύτερου φίλου του ανθρώπου» να βιώνει θετικά συναισθήματα όπως αγάπη και δέσιμο για οικεία του πρόσωπα, κατά τους ειδικούς, θα μπορούσε να σημαίνει ότι διαθέτει αντίληψη ενός μικρού παιδιού.

Πηγη: Το Βημα

Σάββατο 8 Μαρτίου 2014

Γιατί θυμόμαστε τα όνειρά μας;

Γιατί ορισμένοι άνθρωποι μπορούν να «απεικονίσουν» με κάθε λεπτομέρεια τα όνειρά τους ενώ για άλλους οι νυχτερινές «περιπλανήσεις» τους είναι ένα… κενό; Ομάδα επιστημόνων δίνει μια απάντηση εξετάζοντας τις περιοχές του εγκεφάλου που σχετίζονται με την απομνημόνευση των ονείρων

Γιατί ονειρευόμαστε; Αν και κάποιες θεωρίες έχουν διατυπωθεί, η ακριβής αιτία εξακολουθεί να αποτελεί αίνιγμα για την επιστήμη. Εξίσου άλυτο μυστήριο είναι επίσης το γιατί θυμόμαστε τα όνειρά μας και, ακόμη περισσότερο, το γιατί ορισμένοι άνθρωποι θυμούνται περισσότερο τα όνειρά τους ενώ άλλοι λιγότερο.Τώρα μια ομάδα γάλλων ερευνητών έρχεται να φωτίσει λίγο περισσότερο το «σκοτάδι» που επικρατεί γύρω από αυτό το τελευταίο ερώτημα, εντοπίζοντας διαφορές στη δραστηριότητα των περιοχών του εγκεφάλου που εμπλέκονται στη διαδικασία απομνημόνευσης των ονείρων.


Ολοι ονειρεύονται, ακόμη και αν δεν το θυμούνται

Ολοι οι άνθρωποι ονειρεύονται όταν κοιμούνται, όμως δεν θυμούνται όλοι τα όνειρά τους όταν ξυπνούν. Οι επιστήμονες που μελετούν τον ύπνο και τα όνειρα διακρίνουν δύο τύπους «ονειρευτών»: τους «υψηλής συχνότητας», οι οποίοι θυμούνται σχεδόν επί μονίμου βάσεως τα όνειρά τους, και τους «χαμηλής συχνότητας», οι οποίοι τα θυμούνται σπάνια. Σε μια μελέτη που δημοσιεύθηκε το 2013 στην επιθεώρηση «Cerebral Cortex», η Περίν Ρουμπί, ερευνήτρια του Κέντρου Ερευνών στις Νευροεπιστήμες της Λυών στη Γαλλία, και οι συνεργάτες της είχαν ανακαλύψει ότι όσοι ανήκαν στην κατηγορία της «υψηλής συχνότητας» είχαν διπλάσιο (αλλά εντός των φυσιολογικών ορίων) χρόνο εγρήγορσης κατά τη διάρκεια του ύπνου τους από ό,τι εκείνοι που ανήκαν στην κατηγορία της «χαμηλής συχνότητας». Επίσης όσοι ανήκαν στην πρώτη κατηγορία, όταν ήταν ξύπνιοι ανταποκρίνονταν περισσότερο ακούγοντας το όνομά τους σε σχέση με εκείνους που ανήκαν στη δεύτερη κατηγορία.Οι ερευνητές σημείωναν στο σχετικό άρθρο τους ότι τα ευρήματα αυτά υποδηλώνουν κάποιες διαφορές στην εγκεφαλική λειτουργία των δύο ομάδων οι οποίες ενδέχεται να σχετίζονται με την ικανότητα να θυμόμαστε τα όνειρά μας. Συγκεκριμένα διατύπωναν την εικασία ότι η αυξημένη αντίδραση στα εξωτερικά ερεθίσματα που επεδείκνυαν οι εθελοντές της πρώτης ομάδας ενδεχομένως να οδηγούσε σε μεγαλύτερα διαστήματα εγρήγορσης κατά τη διάρκεια της νύχτας, τα οποία διευκόλυναν την απομνημόνευση των ονείρων κατά τα σύντομα διαστήματα στα οποία ήταν ξύπνιοι.

Οι περιοχές των ονείρων

Προκειμένου να διερευνήσουν το ζήτημα περαιτέρω, οι ίδιοι επιστήμονες θέλησαν να εντοπίσουν ποιες περιοχές του εγκεφάλου παρουσιάζουν διαφορές ανάμεσα στους ανθρώπους που θυμούνται και σε εκείνους που δεν θυμούνται τα όνειρά τους. Σε μια νέα μελέτη, τα αποτελέσματα της οποίας δημοσιεύθηκαν πρόσφατα στην επιθεώρηση «Neuropharmacology», εξέτασαν με τομογραφία εκπομπής ποζιτρονίων (PET) την αυθόρμητη εγκεφαλική δραστηριότητα 41 εθελοντών ενώ ήταν ξύπνιοι και ενώ κοιμούνταν. Οι εθελοντές είχαν χωριστεί σε δύο ομάδες: οι 21, οι οποίοι ανήκαν στην κατηγορία της «υψηλής συχνότητας», θυμούνταν τα όνειρά τους κατά μέσο όρο 5,2 πρωινά την εβδομάδα, ενώ οι 20, οι οποίοι ανήκαν στην κατηγορία της «χαμηλής συχνότητας», θυμούνταν τα όνειρά τους κατά μέσο όρο 2 πρωινά τον μήνα.Οι τομογραφίες έδειξαν ότι οι εθελοντές που ανήκαν στην ομάδα «υψηλής συχνότητας», τόσο όταν κοιμούνταν όσο και όταν ήταν ξύπνιοι, εμφάνιζαν υψηλότερη αυθόρμητη εγκεφαλική δραστηριότητα στον μέσο προμετωπιαίο φλοιό, ο οποίος σχετίζεται με τον ύπνο, τα όνειρα και τη μνήμη καθώς και με την παραγωγή των βραδέων κυμάτων του ύπνου, και στην κροταφοβρεγματική σύνδεση, η οποία σχετίζεται με τον προσανατολισμό της προσοχής προς τα εξωτερικά ερεθίσματα. «Αυτό ίσως εξηγεί γιατί εκείνοι που θυμούνται περισσότερο τα όνειρά τους αντιδρούν περισσότερο στα εξωτερικά ερεθίσματα, ξυπνούν πιο συχνά κατά τη διάρκεια της νύχτας και έτσι κωδικοποιούν καλύτερα τα όνειρα στη μνήμη τους από ό,τι εκείνοι που τα θυμούνται λιγότερο» δήλωσε σε δελτίο Τύπου η κυρία Ρουμπί. «Ο κοιμώμενος εγκέφαλος δεν έχει την ικανότητα να απομνημονεύσει νέες πληροφορίες, πρέπει να είναι ξύπνιος για να κάνει κάτι τέτοιο».

Σε προηγούμενες μελέτες ο διάσημος νοτιοαφρικανός ψυχαναλυτής και νευροχειρουργόςΜαρκ Σολμς είχε παρατηρήσει ότι ο τραυματισμός των δύο συγκεκριμένων περιοχών του εγκεφάλου οδηγεί σε παύση της ικανότητας όσων τον υφίστανται να θυμούνται τα όνειρά τους. Η νέα διαπίστωση των γάλλων ερευνητών ότι η δραστηριότητα σε αυτές διαφέρει ανάμεσα σε όσους τα θυμούνται περισσότερο και όσους τα θυμούνται λιγότερο έρχεται να ενισχύσει τον ρόλο τους, αν όχι στη «γέννηση», τουλάχιστον στην «παγίωση» των ονείρων.«Τα αποτελέσματά μας υποδηλώνουν ότι τα άτομα "υψηλής συχνότητας" και τα άτομα "χαμηλής συχνότητας" διαφέρουν ως προς την απομνημόνευση των ονείρων, δεν αποκλείουν όμως το ενδεχόμενο να διαφέρουν και ως προς την παραγωγή τους» τόνισε η κυρία Ρουμπί. «Είναι πιθανό τα άτομα που θυμούνται περισσότερο να παράγουν περισσότερα όνειρα από εκείνα που θυμούνται λιγότερο».
Πηγή:Helios Plus

Πέμπτη 6 Μαρτίου 2014

Το τακτοποιημένο γραφείο δε βοηθά πάντα στο καλύτερο διάβασμα!

Μια σειρά πειραμάτων που έγιναν έδειξε ότι το να εργάζεσαι σε ένα τακτοποιημένο γραφείο οδηγεί σε συμπεριφορές περισσότερο συγκλίνουσες και συμμορφωμένες σε ό,τι προσδοκία υπήρχε από αυτούς (π.χ. οι συμμετέχοντες που είχαν τακτικό γραφείο έκαναν περισσότερες φιλανθρωπίες, όταν τους ζητήθηκε, ενώ έκαναν και πιο υγιεινές διατροφικές επιλογές). Οπότε το να έχεις τακτοποιημένο τον εργασιακό σου χώρο είναι μια ένδειξη πιο πειθήνιας και υγιούς συμπεριφοράς.
Από την άλλη μεριά όμως, σε άλλο πείραμα που έγινε, διεξήχθη μια δοκιμασία που αποκαλύπτει τη δημιουργικότητα του ανθρώπου (προτάσεις για εναλλακτικές χρήσεις ενός κοινού αντικειμένου). Όσοι υπάλληλοι είχαν ακατάστατο γραφείο επέδειξαν περισσότερη δημιουργικότητα!Τι είναι λοιπόν προτιμότερο; Δεν είναι δυνατόν να υπάρξει απόλυτη και καθοριστική απάντηση, καθώς εξαρτάται από το κάθε άτομο. Γενικά από την εφηβική ηλικία κάθε μαθητής αρχίζει και βρίσκει ενστικτωδώς το δικό του προσωπικό στυλ στον τρόπο με τον οποίο θα διαβάσει. Αυτό δε σημαίνει ότι είναι πάντα λειτουργικό σε σχέση με άλλους παράγοντες, όπως π.χ. τη συμβίωση με άλλα άτομα ή τα ωράρια σχολείου-φροντιστηρίου. Μπορεί ο μαθητής/ φοιτητής να χρειάζεται βοήθεια στο να καταλάβει τι τον βοηθά περισσότερο σχετικά με το πού, πώς, πότε να διαβάζει πιο αποτελεσματικά.

Αν κάποιος βρίσκει ότι διαβάζει πιο αποδοτικά μέσα σε ένα ακατάστατο περιβάλλον, ας συνεχίσει έτσι, αρκεί βέβαια να μην είναι υπερβολικά χαοτικό, με αποτέλεσμα να εμφανίζονται περισσότερα μειονεκτήματα σε μια τέτοια συμπεριφορά (όπως π.χ. να χάνει πράγματα πολύ συχνά ή να του προκαλείται άγχος και δυσφορία). Αν κάποιος πάλι νιώθει καλύτερα σε τακτικό περιβάλλον και είναι πιο αποδοτικός σε αυτό, πάλι ας συνεχίσει έτσι, αρκεί βέβαια να μην είναι τακτικός σε ψυχαναγκαστικό βαθμό και τελειομανής. Αυτές οι πρώιμες έρευνες άλλωστε δείχνουν ότι και οι δύο καταστάσεις περιβάλλοντος εργασίας έχουν τα πλεονεκτήματά τους!
Πηγη:boro

Κυριακή 2 Μαρτίου 2014

Καβγάδες εφήβων- ωφέλιμοι για ανάπτυξη ικανοτήτων;


Το παιδί σας βρίσκεται στην εφηβεία και αναρωτιέστε πώς μπορείτε να του δώσετε εφόδια για να τα βγάλει καλύτερα πέρα στη ζωή του όταν ενηλικιωθεί; Ισως θα ήταν καλό να αρχίσετε τους καβγάδες.
Ακούγεται ανορθόδοξο, όμως αυτό προκύπτει από νέα μελέτη η οποία διαπίστωσε ότι οι έφηβοι που καυγαδίζουν με τους γονείς τους αντεπεξέρχονται καλύτερα στις πιέσεις που δέχονται από τους συνομηλίκους τους και είναι λιγότερο πιθανό να μπλέξουν με το αλκοόλ ή τα ναρκωτικά.

Η μαχητικότητα βγαίνει σε καλό
Οι έφηβοι που φέρνουν αντιρρήσεις και αντιδρούν μπαίνοντας σε λεκτικές διαμάχες με τους γονείς τους τα καταφέρνουν καλύτερα ως ενήλικες από ό,τι εκείνοι που είναι πιο υποχωρητικοί και συγκαταβατικοί,υποστηρίζουν ερευνητές του Πανεπιστημίου της Βιρτζίνια οι οποίοι μελέτησαν 150 δεκατριάχρονους επί μια τριετία.
Στο πρώτο στάδιο της μελέτης οι επιστήμονες παρατήρησαν και κατέγραψαν ηχητικά και σε βίντεο τους εφήβους κατά τη διάρκεια συγκρούσεων με τις μητέρες τους, ενώ παράλληλα τους πήραν και συνεντεύξεις Υστερα από τρία χρόνια εξέτασαν και πάλι με ερωτηματολόγιο τα 16χρονα πλέον παιδιά για να διερευνήσουν πώς ήταν η ζωή τους καθώς και η σχέση τους με τα ναρκωτικά και το αλκοόλ.
Είδαν ότι εκείνα τα οποία εμφανίζονταν πιο μαχητικά, επεδείκνυαν αυτοπεποίθηση και χρησιμοποιούσαν λογικά επιχειρήματα για να υποστηρίξουν την άποψή τους στις αντιπαραθέσεις με τους γονείς τους αντιμετώπιζαν καλύτερα τις πιέσεις από τους συνομηλίκους τους και είχαν μεγαλύτερη διαπραγματευτική ικανότητα. Επίσης είχαν περισσότερες πιθανότητες να αντισταθούν στο αλκοόλ και στα ναρκωτικά.

Ανάπτυξη αντιστάσεων
Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι η σχέση ανάμεσα στην ικανότητα ενός εφήβου να φέρνει αντιρρήσεις και να καβγαδίζει και στην ικανότητά του να αντιστέκεται στις πιέσεις από τους συνομηλίκους του είναι «εκπληκτικά στενή».
«Φαίνεται ότι τα όσα συμβαίνουν μέσα στην οικογένεια αποτελούν ένα “πεδίο προπόνησης” για το πώς θα χειριστούν τις διαπραγματεύσεις και τις συναλλαγές τους με τους άλλους» τόνισε ο Τζόζεφ Αλεν, καθηγητής Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο της Βιρτζίνια και κύριος συγγραφέας της μελέτης που δημοσιεύθηκε στην επιθεώρηση «Child Development».
Από την πλευρά της η Τζοάνα Τσάνγκο, κλινική ψυχολόγος που εργάστηκε επίσης στη μελέτη, δήλωσε ότι αν και ακούγεται παράξενο το να συστήσει κάποιος στους γονείς να αρχίσουν να μπαίνουν σε καβγάδες με τα παιδιά τους που βρίσκονται στην εφηβεία, αυτή είναι μια σκέψη την οποία αξίζει τον κόπο να εξετάσουν.
Η μελέτη τονίζει πάντως ότι κατά τη διάρκεια των αντιπαραθέσεων οι γονείς θα πρέπει να έχουν καλά επιχειρήματα και να τα προβάλλουν με ήπιο τρόπο – και όχι να βάζουν τις φωνές ή να κοπανάνε τις πόρτες – προκειμένου να δίνουν ένα καλό παράδειγμα.
Πηγή:educpsychology